δυναστευτικος

δυναστευτικος
    δυναστευτικός
    δῠναστευτικός
    3
    самовластный, абсолютный
    

(ὀλιγαρχία Arst.; λόγος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δυναστευτικος" в других словарях:

  • δυναστευτικός — arbitrary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστευτικός — ή, ό (AM δυναστευτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη, δεσποτικός, τυραννικός …   Dictionary of Greek

  • δυναστευτικόν — δυναστευτικός arbitrary masc acc sg δυναστευτικός arbitrary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστευτικῇ — δυναστευτικός arbitrary fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστευτική — δυναστευτικός arbitrary fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστευτικήν — δυναστευτικός arbitrary fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναστευτικῶς — δυναστευτικός arbitrary adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»